Ενάντια στις εκλογικές αυταπάτες

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ

Προεκλογική υστερία των κομμάτων, υποσχέσεις για αλλαγή και ελπίδες που προσφέρονται απλόχερα, τηλεοπτικά debate και διαξιφισμοί μεταξύ των διεκδικητών της εξουσίας. Αυτά είναι μόνο ελάχιστα από τα κομμάτια που συμπληρώνουν το παζλ των επικείμενων εκλογών. Αν θέλαμε να σκιαγραφήσουμε βαθύτερα το διάστημα πριν από αυτές σίγουρα θα έπρεπε να αναφερθούμε στις στρατιές ανέργων, στις επιστρατεύσεις απεργών, στις προοδευτικά αυξανόμενες αυτοκτονίες, στις εξώσεις ή στο φόβο αυτών αλλά και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών και στις φυλακές τύπου Γ. Στοιχεία δηλαδή που καταδεικνύουν ξεκάθαρα τη βαρβαρότητα του καπιταλισμού. Ενός συστήματος που προσπαθεί να διατηρηθεί και να αναπαραχθεί μέσω της επιβολής του σε ανθρώπους και φύση καθώς οι εκφραστές του προωθούν μια πολιτική εξόντωσης των αδύναμων, εκμετάλλευσης των από τα κάτω, σταδιακού θανάτου. Μια πολιτική φόβου, εγκλεισμού και καταστολής απέναντι σε όσους περισσεύουν, σε όσους αντιστέκονται. Και ενώ το τέρας του καπιταλισμού φανερώνει καθημερινά το αδυσώπητο μένος του, η καθεστωτική αριστερά εμφανίζεται δυναμικά. Προσφέρει όνειρα και υποσχέσεις για αλλαγή ακριβώς τη στιγμή της χρηματοπιστωτικής κρίσης και ως επίδοξος σωτήρας διεκδικεί την κυριαρχία. Η εξαθλίωση και η πολιτική του προηγούμενου διαστήματος μέσω της οργής και της απόγνωσης οδηγούν στην ανάθεση των τυχών της χώρας και των ανθρώπων στο Σύριζα που μετατρέπεται σε κομματική δύναμη που φλερτάρει έντονα με την εξουσία, έχοντας διατυμπανίσει όλο το προηγούμενο διάστημα τη θέληση και τη βούληση να αλλάξει τα όσα συμβαίνουν τα τελευταία πέντε χρόνια.

ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΠΟΥ ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΕΤΑΙ

Εν μέσω του κλίματος που διαμορφώνεται το ανταγωνιστικό κίνημα καταστέλλεται. Οι φωνές της αντίστασης πνίγονται και η απειλή της φυλάκισης γίνεται πλέον κανόνας. Το δόγμα του νόμου και της τάξης πλανάται σαν φάντασμα πάνω από τους αγωνιστές και στο όνομα αυτού φιμώνονται οι όποιοι αγώνες. Μολαταύτα τα αντανακλαστικά των αντιστεκόμενων εξακολουθούν να υπάρχουν. Παραγωγή λόγου με στόχο τη διάχυση των προταγμάτων μας και την αντιπληροφόρηση απέναντι στην κυρίαρχη ρητορική, έμπρακτη αλληλεγγύη σε όσους αγωνίζονται σε μια απελευθερωτική κατεύθυνση αλλά και σε εκείνα τα κοινωνικά κομμάτια που τοποθετούνται στον πάτο του βαρελιού και περισσεύουν (οροθετικές, μετανάστες, τοξικοεξαρτημένοι, κλπ.), ευθεία επίθεση στο υπάρχον, καθημερινή ύπαρξη μέσα σε καταλήψεις και στέκια όπου οργανώνεται η αντεπίθεση. Σε ολόκληρο σχεδόν τον ελλαδικό χώρο συντελείται ένας αγώνας πολύμορφος, άλλοτε περισσότερο οξυμένος και άλλοτε με προοπτικές κλιμάκωσης ΄ κι ο στόχος δεν είναι άλλος από την συλλογική και ατομική απελευθέρωση που θα επιτευχθεί μέσα από τη καταστροφή κράτους και κεφαλαίου.

Η ΡΗΤΟΡΙΚΗ ΤΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΠΕΡΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ-ΧΟΥΝΤΑΣ

Τα τελευταία χρόνια, και παράλληλα με την υπαγωγή της Ελλάδας στα μνημόνια και στους μηχανισμούς επιτήρησης, έχει αναπτυχθεί από την πλειοψηφία των κομματιών του πολιτικού φάσματος στον ελλαδικό χώρο μια ρητορική για την κατάσταση που βιώνουμε και τις γενεσιουργές της αιτίες που τοποθετεί το πρόβλημα σε συμπεράσματα περί χούντας, κατοχής της χώρας από τις ξένες δυνάμεις, πολιτικών που πρόδωσαν την Ελλάδα, οσφυοκαμπτών, κακών επιλογών σε πρόσωπα, κλπ κλπ. Από κομμάτια της αριστεράς μέχρι και τους ναζί επανέρχεται συνεχώς η επίκληση στο φαντασιακό της αντίστασης στους Γερμανούς το ’40 καθώς και σήμερα αυτοί είναι η αιτία για τα δεινά του λαού, η πατριωτική συνθηματολογία, η εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας ως κομβικό ζήτημα. Αυτό συμβαίνει για δύο λόγους. Αφ’ενός, οι λογαριασμοί με το παρελθόν της εθνικής αντίστασης και του εμφυλίου δεν έχουν κλείσει και καθένας έχει εκεί την ιστορική και κοινωνική αναφορά του (πραγματική αυτή της αριστεράς, κατασκευασμένη αυτή των υπολοίπων). Η Αριστερά θα επικαλεστεί την αγάπη της για την πατρίδα, θα υπεραμυνθεί της επίθεσης που θα της γίνει περί ανθελληνικότητας και αντιπατριωτισμού με την επίκληση στο παρελθόν των αγωνιστών της κυρίαρχα την τότε εποχή. Από την άλλη, όλος ο δεξιός χώρος, θα προσπαθήσει τόσο να περιχαρακώσει και να επανεγγράψει την ιστορία ώστε να καρπωθεί αυτό που της χρειάζεται, δηλαδή την εθνική συνείδηση πέρα από το χαρακτηριστικό της αντίστασης και αφ’ετέρου και την ιστορική συνείδηση πως όσοι αγωνίζονται και αντιδρούν το κάνουν όπως και τότε για δόλιους σκοπούς και όχι για λόγους ιδεολογίας. Είναι εύκολο κανείς να καταλάβει πως το εφαλτήριο των δύο απόψεων δεν είναι το ίδιο καθώς σαφώς δεν μπορεί να μπει στο ίδιο καζάνι μια προβληματική ρητορική με την επιθετική πρακτική της ακροδεξιάς να παρουσιαστεί ως ο ιστορικά χαμένος και θυσιασμένος στο όνομα της πατρίδας και του λαού χώρος.

Πρέπει, όμως, να πούμε πως όλα αυτά έχουν δημιουργήσει συνειδησιακές συνθήκες εξαιρετικά προβληματικές. Τα ζητήματα δεν τοποθετούνται στην πραγματική τους σφαίρα, στην εδώ και τώρα πραγματικότητα του καπιταλισμού, την επίθεση κράτους και κεφαλαίου, την σαφή θέση των πολιτικών και των κυβερνήσεων, της ΕΕ ως υπερεθνικού μηχανισμού, του ΔΝΤ και των μνημονίων ως καπιταλιστικών εργαλείων αφαίμαξης και εξαθλίωσης των από τα κάτω. Και τέλος, σε ζητήματα αυτοσυνείδησης των ανθρώπων, δεν επιτίθενται ευθεία στην φαντασιακή κοινότητα του έθνους, οικοδομώντας μέσα από τους αγώνες, μέσα από την πραγματικότητα την κοινότητα των όσων πλήττονται, την κοινότητα των όσων πεθαίνουν και εξαθλιώνονται, την κοινότητα των από τα κάτω που πρέπει να οργανωθούν και να πολεμήσουν τον καπιταλισμό. Αυτό είναι και ζήτημα ιστορικής αντίληψης, καθώς τα ζητήματα συνείδησης πρέπει να μπαίνουν ακέραια, μέσα στους αγώνες, εντός των κοινωνιών. Μακριά και διαχωρισμένα ακόμη και από τον πατριωτισμό του οποίου η εξέλιξη και ιστορικά είναι ο εθνικισμός και κάθε είδους πνευματικός σκοταδισμός.

Ως αναρχικοί, έχουμε άλλη θεώρηση. Ο όρος δημοκρατία, αντικατοπτρίζει το πολιτειακό εκείνο σύστημα βάσει του οποίου οργανώνονται οι θεσμοί και οι νόμοι ενός κράτους. Οι εκλογές, το σύνταγμα, το κοινοβούλιο, που είναι κάποιοι από τους ακρογωνιαίους λίθους της δημοκρατίας, είναι όλα σε ισχύ. Η χούντα, από την άλλη, προϋποθέτει στρατιωτικό πραξικόπημα και ανάδειξη μιας ομάδας ανθρώπων στην εξουσία μέσω της βίας, συνθήκη η οποία δεν υφίσταται.

Το γεγονός, ότι στην παρούσα φάση η δημοκρατία επιλέγει την αναβάθμιση της καταστολής, τη δημιουργία ειδικών συνθηκών κράτησης, το δόγμα μηδενικής ανοχής απέναντι σε όσους αντιστέκονται, επιπροσθέτως ακόμα και με την παράκαμψη εκ μέρους του πολιτικού προσωπικού του ίδιου του συντάγματος πολλές φορές (πχ μέσω πράξεων νομοθετικού περιεχομένου), δεν πρέπει να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η δημοκρατία έχει πάψει να υφίσταται. Αντιθέτως, είναι εδώ, ισχυρή, και δείχνει τα δόντια της γιατί στην παρούσα φάση του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, που δημιουργεί τεράστιες αδικίες και ανισότητα στους από τα κάτω της κοινωνίας, θωρακίζεται προκειμένου αφενός να φοβίσει και αφετέρου να αποτρέψει τυχόν δυσάρεστες για την κυριαρχία καταστάσεις (δυναμικές απεργίες, συγκρούσεις, εξεγέρσεις) ως αποτέλεσμα των βάρβαρων πολιτικών που ασκούνται.

Παράλληλα, η δημοκρατία παρουσιάζεται υπό το πρίσμα περισσότερο ενός συναισθηματικού όρου και με τη μορφή της φιλανθρωπίας, παρά ως αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή ένα πολιτειακό μοντέλο το οποίο βασίζεται πάνω στην αρχή της πλειοψηφίας και τη λογική της αντιπροσώπευσης/ανάθεσης. Η επίκληση για άμεση εφαρμογή της σε περιπτώσεις που απειλείται η κανονικότητα (όπως έγινε στην περίπτωση με την απεργία πείνας του αναρχικού Νίκου Ρωμανού), είναι μια λανθασμένη προσέγγιση. Η δημοκρατία, δεν επιλέγεται αποσπασματικά κατά περιπτώσεις αλλά είναι μια διαρκής συνθήκη η οποία άλλες φορές μπορεί να εκδικείται, άλλες φορές να δείχνει ανοχή, ανάλογα με αυτό που εξυπηρετεί κάθε φορά τα συμφέροντα των εξουσιαστών.

Σε κάθε τέτοια περίπτωση η επίκληση της δημοκρατικότητας ως κάτι προς διαφύλαξη είναι λάθος εξ αντικειμένου καθώς το ζήτημα δεν είναι η διαπάλη μεταξύ ενός προοδευτικού και ενός συντηρητικού κομματιού του πολιτικού φάσματος, καθώς και ιστορικά η δημοκρατία συγκροτήθηκε σε σχέση με τον ολοκληρωτισμό. Το ζήτημα λοιπόν είναι η διαπάλη μεταξύ των επαναστατικών και μη δυνάμεων.

ΤΑΥΤΙΣΗ ΑΝΤΙΕΞΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ ΜΕ ΚΑΘΕΣΤΩΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Κι ενώ οι εκλογές πλησιάζουν “απειλητικά”, επιστρατεύονται από μέρους των αντιμαχόμενων πλευρών όλα τα μέσα προκειμένου να κερδίσουν σε επίπεδο επικοινωνιακό. Στη προσπάθεια αυτή παρατηρούμε μία χυδαία διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Οι μομφές εναντίον του σύριζα για την δήθεν εμπλοκή του σε ζητήματα επαναστατικού και αναρχικού αγώνα δεν έλειπαν και στο παρελθόν. Στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο όμως, η στρατηγική αυτή της ταύτισης των ένοπλων ανταρτών με την καθεστωτική αριστερά του κοινοβουλίου, αποτελεί ένα από τα χαρτιά της δεξιάς στην εκλογική μάχη. Ο στόχος είναι διττός. Από τη μία ο ευτελισμός της δράσης και της ύπαρξης του αντιεξουσιαστικού χώρου, καθώς μέσω της ρητορικής περί συγκάληψης επαναστατικών κινήσεων από τον σύριζα, οι αγωνιστές της αντιεξουσίας παρουσιάζονται ως άβουλοι εντολοδόχοι της αντιπολίτευσης χωρίς υπόσταση και πολιτική αξία και από την άλλη η διαστρέβλωση της πολιτικής του σύριζα. Στο ακροατήριο δηλαδή των ευυπόληπτων ψηφοφόρων που επιζητούν νόμο και τάξη καταδεικνύεται ως η κοινοβουλευτική δύναμη που δύσκολα μπορεί να εγγυηθεί την σταθερότητα καθώς υποτίθεται πως υποθάλπει ένοπλους αντάρτες, υποκινεί τον αναρχικό και ριζοσπαστικό αγώνα και προκαλεί εντέχνως »αναταραχές».

ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΔΙΑΧΕΙΡIΣΗΣ ΚΑΙ Η Ε.Ε.

Μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, θα προσπαθήσει να εφαρμόσει πτυχές του σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου, του κοινωνικού κράτους, πάντα μέσα στην Ε.Ε. Αυτό το υπόδειγμα διαχείρισης, όμως, συναντιέται σε μια προηγούμενη φάση ανάπτυξης του καπιταλιστικού συστήματος, και στις μέρες μας έχει ξεπεραστεί ανεπιστρεπτί.

Σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, σε περίοδο κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, μια τέτοιου είδους πολιτική και μάλιστα μέσα στην Ε.Ε. είναι ανεδαφική.

Ήδη από το 1992 με τη συνθήκη του Μάαστριχτ, έχουν μπει οι όροι της οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης οι οποίες πατούν ξεκάθαρα πάνω σε νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Στην πραγματικότητα, μόνο το οικονομικό σκέλος είναι αυτό το οποίο έχει πραγματοποιηθεί και βρίσκεται σε εξέλιξη. Κάτι τέτοιο είναι το μόνο αναμενόμενο. Η ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ περί πολιτικής ενοποίησης των χωρών της Ε.Ε, της ισότιμης δηλαδή συμμετοχής των κρατών της Ευρώπης, προσκρούει πάνω στην ίδια τη δομή πάνω στην οποία έχει συσταθεί αυτή και για τους σκοπούς για τους οποίους υπάρχει.

Επιπροσθέτως, το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο διαχείρισης, χρησιμοποιήθηκε σε μια περίοδο που ο καπιταλισμός, λόγω της πίεσης των ταξικών και κοινωνικών αγώνων που ήταν σε άνθιση σε πολλά μέρη του κόσμου τα οποία τον αμφισβητούσαν στη ρίζα του, είχε κάνει την επιλογή του κοινωνικού κράτους και της συσσώρευσης κεφαλαίου μέσω της κατανάλωσης. Ο συνδυασμός της περιόδου ανάπτυξης ταξικών κινημάτων με την ταυτόχρονη φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού που περνούσε τις προηγούμενες δεκαετίες μια φάση που δεν αντιμετώπιζε εμφανώς κάποια δομική κρίση, οδήγησαν στην επιλογή αυτού του μοντέλου διαχείρισης εκ μέρους της παγκόσμιας πολιτικοοικονομικής ελίτ. Στην παρούσα συνθήκη, το σύστημα εμφανώς από το 2008 (Leehmanbrothers, Αμερική), διανύει μια περίοδο δομικής κρίσης, κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, είναι ακόμα πιο εμφανής ο ρόλος που παίζουν οι χώρες-μητροπόλεις που έχουν ισχυρή οικονομία σε σχέση με τις χώρες-περιφέρειες που έχουν αδύναμες και εξαρτώμενες οικονομίες.

Η Ελλάδα, όντας μέλος της Ε.Ε. και με μια οικονομία που ήταν από πάντα εξαρτημένη από αυτήν, προσχώρησε στους μηχανισμούς του ΔΝΤ, της ΕΚΤ και των μηχανισμών της Ε.Ε μέσω της σύναψης μνημονίων. Το ελληνικό και υπερεθνικό κεφάλαιο, όλο αυτό το διάστημα ευνοούνται και πλουτίζουν μέσα από αυτή τη διαδικασία, την ίδια στιγμή που η προλεταριοποίηση μεγάλων κομματιών των από τα κάτω της κοινωνίας συμβαίνει με ραγδαίους ρυθμούς. Η οικονομική ενοποίηση, λοιπόν, είναι προς όφελος του μεγάλου κεφαλαίου και η επικαλούμενη «ανάπτυξη» το ίδιο. Η αναγωγή των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία στο υπερεθνικό κεφάλαιο (κυρίως Γερμανία) και η αθώωση του ελληνικού κεφαλαίου, καθώς και οι ελπίδες που καλλιεργούνται από το ΣΥΡΙΖΑ περί μιας άλλης διαπραγμάτευσης, άρνησης πληρωμής του μεγαλύτερου μέρους του χρέους και ισότιμης παρουσίας της Ελλάδας μέσα στην Ε.Ε. είναι απλά η προσπάθεια δημιουργίας εντυπώσεων και ψεύτικων ελπίδων.

Κανένας αγώνας δεν μπορεί να δοθεί προς μια διαφορετική κατεύθυνση μέσα σε έναν μηχανισμό, όπως η Ε.Ε., που οι όροι έχουν τεθεί ξεκάθαρα εκ των προτέρων. Η έξοδος από αυτήν, είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση σε συνδυασμό και με άλλα βήματα που θα πρέπει να πραγματωθούν με στρατηγικό στόχο την κοινωνική επανάσταση.

ΠΡΟΤΑΓΜΑΤΙΚΑ

Οι εκλογές ιστορικά λειτούργησαν και λειτουργούν ως μία επίφαση συμμετοχής του ατόμου στις αποφάσεις που άμεσα και καθοριστικά το αφορούν ενώ παράλληλα και επί της ουσίας αποτελούν βαλβίδες αποσυμπίεσης. Μέσω αυτών η ανάθεση παγιώνεται ως λογική και με την υποτιθέμενη κοινή παραδοχή οτι ο άνθρωπος δεν υφίσταται δίχως κεντρική εξουσία – ρητορική που έντεχνα αναπαρήγαγε και αναπαράγει ο καπιταλισμός – αποτελούν ένα θεσμό που διαχρονικά περιχαρακώνει το άτομο στα όρια της υποδούλωσης, καθώς η μοναδική του εμπλοκή στα του βίου του περιορίζεται σε μία ευτελή διαδικασία μερικών λεπτών σε διάστημα χρόνων. Αντ’ αυτού προτάσσουμε την αυτοοργάνωση. Την οργάνωση εκείνη με βάση την οποία το άτομο ορίζει τη ζωή του και κινείται με γνώμονα τα θέλω του. Μια οργάνωση που δεν ενέχει ιεραρχία καθώς όλα προκύπτουν οριζόντια και καλύπτουν τις ανάγκες εκείνων που την επιλέγουν. Μια οργάνωση που δίνει περιθώρια στην ελεύθερη βούληση χωρίς την επιβολή του ανώτερου ειδήμονα, που ορίζεται ως κινητής των πάντων. Και αν θέλουμε να μιλάμε με όρους ρεαλιστικούς, αν θέλουμε η αυτοοργάνωση να πάρει σάρκα και οστά, σε πιο διευρυμένο επίπεδο, πρέπει να αγωνιστούμε. Να αντισταθούμε στην επίθεση κράτους και κεφαλαίου και να παλέψουμε άκοπα μέχρι τη κοινωνική επανάσταση και τη συλλογική και ατομική απελευθέρωση.

ΟΞΥΝΣΗ ΤΩΝ ΑΓΩΝΩΝ ΜΑΣ
ΜΕΧΡΙ ΤΗ ΔΙΑΡΡΗΞΗ ΤΗΣ ΑΝΑΘΕΣΗΣ,
ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΡΗΜΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ,
ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ EΠΑΝΑΣΤΑΣΗ.

ΑΝΑΡΧΙΚΟΙ – ΑΝΑΡΧΙΚΕΣ