Τα έργα που γίνονται στην ευρύτερη γειτονιά μας συνδέονται με την ανάπλαση των περιοχών Βλατερού – Δασυλλίου – Καβουκάκι και Γούβας. Στην τεχνική έκθεση του Δήμου Πατρέων αναφέρεται ως σκοπός του έργου «η ανάδειξη της περιοχής, η ένταξη της στη σύγχρονη ζωή της πόλης, η βελτίωση της ποιότητας ζωής των κατοίκων, η ανανέωση της εικόνας του δημόσιου χώρου της πόλης, η αύξηση-αναβάθμιση του αστικού πρασίνου και η ανάδειξη-προβολή στοιχείων σύνδεσης της παλιάς με την νέα πόλη». Πιο συγκεκριμένα στην περιοχή της Γούβας, εκτός από την ανακατασκευή κάποιων οδών το έργο επρόκειτο να συμπεριλάβει «εργασίες για τη δημιουργία χώρων πρασίνου με καθιστικά, περιπάτου και αναψυχής, την ανακατασκευή της παιδικής χαράς, τη δημιουργία υπαίθριου χώρου δραστηριοτήτων και εκδηλώσεων», κ.α. Το γεγονός ότι η περιοχή παρέμεινε ένας τεράστιος χωματόδρομος επί σειρά μηνών, η αποψίλωση των δύο λόφων πρασίνου εκατέρωθεν της Κανακάρη Ρούφου για τη δημιουργία δρόμου, τα υπερυψωμένα φρεάτια με αποτέλεσμα τις πλημμύρες σε δρόμους και σπίτια της περιοχής, κ.α. είναι ένα κομμάτι της εικόνας που είχε και έχει διαμορφωθεί έως σήμερα. Το άλλο έχει να κάνει με την αναδιαμόρφωση του αστικού χώρου, όπου οι ανοιχτοί και προσβάσιμοι χώροι που αποτελούν εστίες συνεύρεσης των κατοίκων της περιοχής, ανακατασκευάζονται, ώστε σιγά – σιγά να δώσουν τη θέση τους σε χώρους πιο ταιριαστούς με την ανάπλαση της περιοχής, στα πλαίσια της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το «ξήλωμα» της παιδικής χαράς στην οδό Φιλελλήνων και η μετατροπή της σε πάρκινγκ, καθώς και η διακοπή της λειτουργίας του γηπέδου στην Κανακάρη Ρούφου, αφού εδώ και μήνες έχει μετατραπεί σε ένα απέραντο εργοτάξιο.
Όλα αυτά δεν μας προκαλούν κάποια ξαφνική έκπληξη. Γνωρίζουμε ότι η ανάπλαση διαφόρων περιοχών στις δυτικές μητροπόλεις αποτελεί μια γενικευμένη αναδιάρθρωση του αστικού χώρου, κατά την οποία οι πλατείες και άλλοι ανοιχτοί χώροι ανακατασκευάζονται από την κεντρική εξουσία ή τις δημοτικές αρχές και το μεταφορικό δίκτυο ενισχύεται με σκοπό να διευκολυνθεί η πρόσβαση στις επιλεγμένες ζώνες εργασίας και κατανάλωσης. Το κράτος παρεμβαίνει στον τρόπο που οργανώνεται ο χώρος της πόλης, όχι μόνο με το σχεδιασμό έργων, την κατασκευή τους και την ψήφιση σχετικών νόμων αλλά και την καταστολή.
Η ανάπλαση συνοδεύεται από πολιτικές «μηδενικής ανοχής», μιας και πλέον ο «δημόσιος χώρος» πρέπει να εκκαθαριστεί από όσους και όσες περισσεύουν (φτωχοί, μετανάστες, ρομά, κτλ) ή αντιστέκονται στη δημιουργία αποστειρωμένων ζωνών κατανάλωσης και την ανεμπόδιστη κίνηση του κεφαλαίου. Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα οι ανοιχτοί και προσβάσιμοι -σε όλους- χώροι αποτελούν νεκρές ζώνες, από τη στιγμή που δεν αποφέρουν κανένα οικονομικό κέρδος.
Η καθημερινότητα στον σύγχρονο αστικό ιστό, μας φέρνει στο μυαλό εικόνες εγκατάλειψης και μιζέριας. Άνθρωποι που περιφέρονται σε γρήγορους ρυθμούς στους δρόμους της πόλης, για να πάνε απ’ τη δουλειά στο σπίτι και το ανάποδο. Τσιμέντο, άσφαλτος, αυτοκίνητα και λίγη πρασινάδα ολοκληρώνουν το σκηνικό. Ένα σκηνικό που δεν αφήνει κανένα περιθώριο ουσιαστικής και δημιουργικής επαφής των ανθρώπων, μιας και οι κύριοι χώροι συναναστροφής, όπως η δουλειά και τα κέντρα διασκέδασης στοχεύουν στην αλλοτρίωση. Γι’ αυτό η ύπαρξη ελεύθερων χώρων είναι για εμάς το πρώτο βήμα. Κόντρα στον καταναλωτισμό, την αποξένωση και την υποταγή. Διεκδικούμε με τα δικά μας μέσα, χώρους στις γειτονιές που ζούμε, οι οποίοι θα αποτελούν σημείο συνεύρεσης και δημιουργίας ζωντανών σχέσεων. Δηλαδή χώρους που θα επικοινωνούμε τις ανάγκες μας και τους προβληματισμούς μας και με βάση την αλληλεγγύη και την συνδιαμόρφωση, θα αυτοοργανώνουμε την καθημερινότητα μας, χωρίς τη διαμεσολάβηση του χρήματος (π.χ. διοργάνωση συλλογικών κουζίνων, χαριστικών παζαριών, κ.α.).
Παίρνουμε τις ζωές μας στα χέρια μας, μακριά από αναθετικές λογικές. Δεν περιμένουμε κανένα δήμαρχο να οριοθετήσει τις ζωές μας αλλά μέσα από τη μεταξύ μας ζύμωση χρησιμοποιώντας ως εργαλείο τις συνελεύσεις γειτονιάς, να αναζητήσουμε όλοι μαζί συλλογικές λύσεις, μακριά από ρατσιστικές, σεξιστικές και ομοφοβικές λογικές, συμμετέχοντας ισότιμα και αντι-ιεραρχικά. Ενάντια σε λογικές που θέλουν τους καταπιεσμένους αυτού του κόσμου αποδεκατισμένους, μη μπορώντας να εντοπίσουν τα κοινά τους συμφέροντα και τον κοινό εχθρό, το κράτος και το κεφάλαιο.
ΑΝ ΔΕΝ ΑΝΤΙΣΤΑΘΟΥΜΕ Σ’ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ,
ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ ΜΑΣ ΘΑ ΓΙΝΟΥΝ ΜΟΝΤΕΡΝΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ