Εκδήλωση- Συζήτηση: Αγώνες ενάντια στη λεηλασία της φύσης- Η περίπτωση της ιδιωτικοποίησης του νερού στη Βολιβία

Σύντομο χρονικό

Τη δεκαετία του ’80 η παγκόσμια τράπεζα και το ΔΝΤ αναλαμβάνουν την αναδιάρθρωση και τη σταθεροποίηση  της βολιβιανής οικονομίας  με απελευθέρωση των αγορών. Τη δεκαετία του ’90 ξεκινούν οι ιδιωτικοποιήσεις κρατικών επιχειρήσεων και οργανισμών όπως η εταιρία ηλεκτροδότησης , ο σιδηρόδρομος, η κρατική αεροπορική εταιρία, τα ορυχεία και το φυσικό αέριο.

Το 1997, την ίδια χρονιά που εκλέγεται με της  ευλογίες της άρχουσας  τάξης ο πρώην δικτάτορας HUGO BANZER,η παγκόσμια τράπεζα δανείζει την Βολιβία για να βελτιώσει το σύστημα νερού σε αντάλλαγμα την ιδιωτικοποίησή του.

Και ενώ ο μισός πληθυσμός της Κοτσαμπάμπα έχει πρόσβαση σε καθαρό νερό, ενώ κομμάτια του υπόλοιπου πληθυσμού δημιουργούν συνεταιριστικές δεξαμενές στις γειτονιές, τον Σεπτέμβρη του ’99  επιχειρείται η προσπάθεια ιδιωτικοποίησης  συνεπικουρούμενη από τον νόμο 2029  που ψηφίζεται στις 29 Οκτωβρίου ’99.

Ταυτόχρονα δημιουργείται η coordinadora , το συντονιστικό υπεράσπισης  του  νερού και της ζωής.

Ο νόμος 2029 επιβάλλει την παράδοση αυτών των αυτόνομων  συστημάτων  χωρίς αποζημίωση  και  των οικιακών συστημάτων συλλογής βρόχινου νερού    καθώς και την ίδρυση ιδιωτικής αστυνομίας νερού η οποία έχει δικάιωμα σε επίταξη πηγαδιών προς όφελος της ιδιωτικής εταιρίας εκμετάλλευσης , το γκρέμισμα δεξαμενών , και την απαγόρευση συλλογής κ χρήσης του βρόχινου νερού .

Η κυβέρνηση Banzer  υπογράφει 40 ετές  συμβόλαιο παραχώρησης του συστήματος ύδρευσης κ άρδευσης με την  aguas del tunari ( στην οποία το πλειοψηφικό μερίδιο κατέχει η αμερικανική κατασκευαστική εταιρία Bechtel) .

Οι τιμές του νερού αυξάνονται έως και 300% και καθίσταται αδύνατη η πρόσβαση σε αυτό από το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού.

Τον Νοέμβριο του 1999 ξεκινούν τα πρώτα μπλόκα αγροτών  στους δρόμους της κοτσαμπάμπα και ακολουθούν μήνες διαμαρτυριών οι οποίες κορυφώνονται τους πρώτους μήνες του 2000.

Τον Φεβρουάριο του 2000, το συντονιστικό προβαίνει σε αυτό που αποκαλεί ‘’συμβολική κατάληψη της Κοτσαμπάμπα’’ με απαίτηση την ανάκληση του νόμου για το νερό και το δίκτυο αποχέτευσης, και την ανάκληση του συμβολαίου με την aguas del tunari, την παραίτηση της  γενικής εποπτείας νερού και την συμμετοχή  των κοινωνικών ομάδων στις αποφάσεις που αφορούν το νερό.

Λόγω των μεγάλων πιέσεων που ασκούνται , η κυβέρνηση μπαίνει σε διαπραγματεύσεις  με το συντονιστικό όπου κατορθώνεται η τροποποίηση σχεδόν των μισών όρων του νόμου , που όμως η κυβέρνηση τελικά αρνείται να τις πραγματοποιήσει. Τότε η συντονιστική επιτροπή αποσύρεται από τις διαπραγματεύσεις.

Τον Μάρτιο του ίδιου έτους  το συντονιστικό καλεί σε δημοψήφισμα στο οποίο το 90% του πληθυσμού εγκρίνει τις τροποποιήσεις για το νερό  και απαιτεί την ακύρωση της συμφωνίας με την aguas del tunari.Η coordinadora ονομάζει τις επερχόμενες κινήσεις ως ‘’η τελική μάχη’’. Η κυβέρνηση μετά το δημοψήφισμα, δηλώνει δημόσια την ακύρωση της συμφωνίας με την ιδιωτική εταιρία, τέχνασμα το οποίο χρησιμοποιήθηκε για να λήξουν οι διαμαρτυρίες και να συλληφθούν πολλοί από τους επικεφαλείς των ταραχών.

Μετά την επονομαζόμενη ‘’απάτη’’ της κυβέρνησης δημιουργούνται οι ‘’ αντάρτες του νερού’’  που έχουν σκοπό την ανακατάληψη της πόλης. Κυρήσετται κατάσταση έκτακτης ανάγκης  και η κυβέρνηση ξαναεκκινά τις διαδικασίες διαπραγμάτευσης με το συντονιστικό όπου και γίνονται δεκτά όλα τα αιτήματα εκτός της άρσης της κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Η συμφωνία περιλαμβάνει  την απόσυρση της ιδιωτικής εταιρίας, την απελευθέρωση των συλληφθέντων και την άμεση αναδιαμόρφωση του νόμου 2029.

 

Ένα χρόνο μετά η aguas del tunari απαιτεί 25 εκατ. δολάρια ως αποζημίωση για τις ζημιές που υπέστη μέσω της παγκόσμιας τράπεζας.

Το 2003 διεξάγεται αγώνας για το φυσικό αέριο ενάντια στον  πρόεδρο conzalo sanchez

Το 2005 εκλέγεται ο Evo Morales και συνταγματοποιείται το δικαίωμα πρόσβασης στο νερό

Αγώνας ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του νερού

Το νερό ταυτίζεται με την έννοια της ύπαρξης. Δεδομένο είναι το γεγονός ότι αποτελεί το σπουδαιότερο στοιχείο του φυσικού κόσμου το οποίο ευθύνεται άμεσα και συμβάλει στην συνέχεια της ανθρώπινης και μη ιστορίας.

Πάνω από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι δεν έχουν πρόσβαση σε πόσιμο νερό ένω εκατομμύρια είναι εκείνοι που ετησίως χάνουν τη ζωής τους εξαιτίας της έλλειψης του.

Εύκολα συμπεραίνει κανείς ότι όποιος ελέχγει το νερό αυτόματα ελέγχει τον άνθρωπο και την ίδια τη φύση στο σύνολο της. Ο έλεχγος του νερου μπορεί να λειτουργήσει ως μεσο επιβολής και καταστολής με χαρακτηριστικό παράδειγμα εκείνο του Ισραήλ. Συγκεκριμένα ύστερα από παρέμβαση του Ισραηλινού στρατού, η κρατική επιχείρηση ύδρευσης MEKORAT κατέχει το μονοπώλειο διαχείρισης του νερού με αποτέλεσμα να μπορεί να τροφοδοτεί ή όχι, σύμφωνα με τα κρατικά συμφέροντα, τον παλαιστιανιακό λαό.

Διαχρονικά ο άνθρωπος έστηνε τις κοινότητες του σε περιοχές που έιχαν πρόσβαση σε νερό. Το νερό αποτελούσε  ένα αγαθό ελεύθερο που απευθυνόταν σε όλους χωρίς προϋποθέσεις και περιορισμούς. Στο σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο βέβαια τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Το νερό πλεόν αποτελεί μια από τις πιο επικερδείς επιχειρήσεις παγκοσμίως. Διαχειριστές στην καπιταλιστική πραγματικότητα είναι είτε δημόσιες επιχειρήσεις, είτε ιδωτικές εταιρίες , με στόχο κυρίαρχο, το κέρδος.

Στο σημείο αυτό θα χρειαστεί να ορίσουμε την έννοια του κοινωνικούς αγαθού. Κοινωνικό αγαθό λοιπόν είναι οτιδήποτε μας περιβάλει και προορίζεται για να καλύψει μια ανθρώπινη ή μη ανάγκη. Και αυτό χωρίς διαμεσολάβαση και διαχειριστές.

Ο ορισμός αυτός δόθηκε προκείμενου να αναδειχθεί η ποιοτική διαφορά συγκριτικά με το εμπόρευμα. Το νερό ως αγαθό επιτάσσει την κοινωνική και δηµόσια διαχείρισή του. Στον αντίποδα αυτού το νερό ως εµπόρευµα σηµαίνει την επιβολή της ιδιωτικοποίησης και της οικονοµικής του εκµετάλλευσης. Tο εµπόρευµα αντιδιαστέλλεται ολοκληρωτικά από το αγαθό. Το αγαθά υπάρχουν για την κάλυψη άμεσων αναγκών, η αξία τους επομένως είναι αδιαμφισβήτητη. Ανταυτού το εµπόρευµα, δεν προορίζεται για να καλύψει την ανάγκη κανενός συγκεκριµένου ανθρώπου, αλλά για να πωληθεί σε όποιον πλήροί της προϋποθέσεις απόκτησης του άρα έχει και τη δυανατότητα να το αγοράσει. Και ενώ η διαχείριση των αγαθών χαρακτηρίζεται από τη λογική της  εξοικονόµησης, της διατήρησης, της ορθολογικής διαχείρισης, της κατά το δυνατό ελεύθερης πρόσβασης και δίκαιης κατανοµής σε όλους, τα εµπορεεύµατα είναι τελείως διαφορετικά. Εκεί κυριαρχεί το καθεστώς της ιδιοκτησίας, της οικονοµικής τους εκµετάλλευσης, της άνισης διάθεσης στους ανθρώπους, της διαµόρφωσης τιµής σύµφωνα µε τους κανόνες της αγοράς, χωρίς η πραγµατική αφθονία ή σπανιότητα του εµπορεύσιµου προϊόντος να επιδρά µε κάποιον τρόπο στη συναλλαγή -πέρα φυσικά από την αντίστοιχη προσαρµογή της τιµής.

Το ελληνικό κράτος ακολουθώντας την πολιτική που ο καπιταλισμός ορίζει κάνει κινήσεις για την ιδιωτικοποίηση του νερού. Κάποια χαρακτηριστικά παραδείγµατα είναι αυτά της Θεσσαλονίκης, της Αθήνας, της Χαλκιδικής, του Βόλου, και της Κρήτης. Στο πλαίσιο εφαρµογής του 3ου µνηµονίου, το κράτος βρίσκεται σε διαδικασία πώλησης των µετοχών των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ (αµφότερες οι οποίες εντάσσονται στο ΤΑΙΠΕΔ) σε ιδιωτικές εταιρίες. Οι κινήσεις αυτές βέβαια ακόμα δεν εχουν πραγματωθεί ενώ απέναντι έχει σταθεί και κομμάτι κόσμου που αντοστέκεται.

 

Και μερικά παραδείγματα από τον κόσμο.

Από τις αρχές του 1980 μέχρι το 2000, υπήρξε μια τεράστια πίεση από τους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και τις πολυεθνικές εταιρείες να ιδιωτικοποιηθούν οι κρατικές εταιρείες ύδρευσης. Το αποτέλεσμα ήταν οι 5 μεγάλες πολυεθνικές Veolia, Suez, Agbar, RWE και Saur να κατέχουν το 2001 το 71% της παγκόσμιας αγοράς νερού. Οι αντιδράσεις όμως των πολιτών, οδήγησε σε επανακρατικοποίηση των δικτύων. Σήμερα οι μεγάλες πολυεθνικές κατέχουν μόνο το 34% της αγοράς ενώ το 90% των 400 μεγαλύτερων πόλεων στον πλανήτη εξακολουθεί να έχει δημόσιο δίκτυο ύδρευσης. Το 2011 μόνο το 12% της ύδρευσης σε παγκόσμια κλίμακα ανήκε σε ιδιωτικά χέρια. Η ιδιωτικοποίηση έχει πλέον πάρει τη μορφή επενδύσεων σε υψηλή τεχνολογία και την αγορά των δικαιωμάτων του νερού.

Η Αργεντινή ήταν από τις πρώτες χώρες που ιδιωτικοποίησε το σύστημα ύδρευσης της. Το 1993 η κυβέρνηση παρέδωσε τη δημοτική ύδρευση σε ένα consortium πολυεθνικών και τοπικών εταιρειών. Η παγκόσμια Τράπεζα έσπευσε να συγχαρεί την κίνηση της Αργεντινής χαρακτηρίζοντας την ως την πιο ελπιδοφόρα επένδυση. Όμως η χαρά δεν κράτησε πολύ. Οι εταιρείες τοποθέτησαν σε θέσεις κλειδιά φίλους της κυβέρνησης με τεράστιους μισθούς ενώ για να αναταπεξέλθουν στο υψηλό κόστος επέβαλαν αύξηση των τιμολογίων που έπληξαν εκατομμύρια φτωχών. Σε πολλές περιπτώσεις οι εταιρείες για να αυξήσουν τα κέρδη μείωσαν τα έξοδα συντήρησης ενώ δεν προχώρησαν στην αντικατάσταση των παλιών σωλήνων με αποτέλεσμα το νερό να πλημμυρίζει τις φτωχότερες συνοικίες. Με την οικονομική κρίση που ακολούθησε, οι καταναλωτές δεν μπορούσαν πλέον να πληρώσουν τους λογαριασμούς νερού και το 2005, οι πολυεθνικές Suez and Aguas de Barcelona αποσύρθηκαν από το πρόγραμμα. Η κυβέρνηση επανακρατικοποίησε το δίκτυο, του οποίου όμως οι ζημιές ήταν τόσο μεγάλες ώστε χρειάστηκε να το αποκαταστήσει από την αρχή.

Στη Νότια Αφρική η ιδιωτικοποίηση του δικτύου ύδρευσης είχε ως αποτέλεσμα μια από τις χειρότερες επιδημίες χολέρας στις φτωχές συνοικίες του Γιοχάνεσμπουργκ το 2000-2002. Η επιδημία ξεκίνησε όταν οι κάτοικοι των παραγκοπουπόλεων αποσυνδέθηκαν από το ιδιωτικό δίκτυο ύδρευσης επειδή αδυνατούσαν να πληρώσουν τους αυξημένους λογαριασμούς. Χωρίς ασφαλές αποχετευτικό σύστημα και χωρίς πρόσβαση σε καθαρό νερό, οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να πίνουν νερό από τα μολυσμένα ποτάμια της περιοχής. Η επιδημία χολέρας είχε ως αποτέλεσμα να αρρωστήσουν περισσότεροι από 100.000 και τουλάχιστον 100 να χάσουν τη ζωή τους. Η κυβέρνηση αντέδρασε δυναμικά και υποχρέωσε τις ιδιωτικές εταιρείες να παρέχουν τουλάχιστον 25 λίτρα νερό σε κάθε κάτοικο καθημερινά κατά τη διάρκεια της επιδημίας. Αν και οι εταιρείες διαμαρτυρήθηκαν έντονα συμμορφώθηκαν με την απόφαση αλλά εξακολούθησαν να αποσυνδέουν το νερό στους φτωχούς.

Στην Αφρική η πιο χαρακτηριστική ίσως περίπτωση ιδιωτικοποίησης είναι εκείνη της Τανζανίας. Το 2003 η χώρα υποχρεώθηκε από την Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ να ιδιωτικοποιήσει άμεσα το απαρχαιωμένο και αναποτελεσματικό της δημόσιο δίκτυο ύδρευσης ως αντάλλαγμα δανείων. Καθώς κανείς δεν ήθελε να επενδύσει στην αγορά της Τανζανίας και το ΔΝΤ ασκούσε όλο και μεγαλύτερες πιέσεις, η χώρα προχώρησε στο ξεπούλημα του δικτύου στην βρετανική Biwater. Το ειρωνικό της απόφασης ήταν πως η κυβέρνηση της Τανζανίας υποχρεώθηκε να συμμετάσχει στην χρηματοδότηση των επενδύσεων της Biwater στο δίκτυο με δάνεια που της έδωσε το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα ως αντάλλαγμα για την ιδιωτικοποίηση. Μέσα σε ένα χρόνο από την έλευση της Biwater, οι καταναλωτές είδαν τους λογαριασμούς του νερού να τριπλασιάζονται ενώ οι φτωχότεροι αποσυνδέθηκαν από το δίκτυο ύδρευσης. Στην ουσία το 98% του δικτύου εξυπηρετούσε τους ελάχιστους πλούσιους, αφήνοντας εκατομμύρια ανθρώπους χωρίς νερό. Η εταιρεία δεν έκανε καμία επένδυση όπως όριζε η συμφωνία και κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι της έδωσε ψεύτικα στοιχεία και πως η επένδυση ήταν ασύμφορη. Τελικά η Τανζανία επανακρατικοποίησε το δίκτυο ύδρευσης και έδιωξε την Biwater από την χώρα. Η Biwater οδήγησε την Τανζανία στα δικαστήρια αλλά έχασε την δίκη το 2008 και υποχρεώθηκε να καταβάλει στην κυβέρνηση 3 εκ. λίρες ως αποζημίωση.

H πώληση του δικτύου ύδρευσης στην πρωτεύουσα των Φιλιππίνων Μανίλα, θεωρήθηκε ως το πιο φιλόδοξο και «επιτυχημένο» πείραμα ιδιωτικοποίησης. Το 1997 η κυβέρνηση αντιμετωπίζοντας οικονομικά προβλήματα και ύστερα από συμβουλές της Παγκόσμιας Τράπεζας αποφασίζει πως για να καλύψει τα οικονομικά κενά έπρεπε να πουλήσει το νερό. Το δίκτυο ήταν ήδη σε κακή κατάσταση και 4 από τα 11 εκατομμύρια των κατοίκων της δεν είχαν σύνδεση. Το δίκτυο χωρίστηκε σε δύο ζώνες και δόθηκε σε consortium εταιρειών (ανάμεσα τους η γνωστή από την μετέπειτα εισβολή στο Ιράκ Bechtel). Τα πρώτα χρόνια και λόγω του ανταγωνισμού οι τιμές μειώθηκαν στο μισό και οι συνδέσεις έφτασαν το 87% των κατοίκων. Από το 2001 όμως και μετά η κατάσταση άλλαξε δραματικά. Οι τιμές αυξήθηκαν μέχρι και 500% σε σχέση με τα επίπεδα του 1997 και η μέση οικογένεια ξόδευε το 10% του εισοδήματος της στους λογαριασμούς του νερού. Το 40% του λογαριασμού δεν αφορούσε στην κατανάλωση αλλά παράνομες χρεώσεις. Το 2003 περισσότεροι από 800 άνθρωποι προσβλήθηκαν από επιδημία χολέρας στο δίκτυο που προκλήθηκε από την κακή συντήρηση των σωληνώσεων και τη μη επιδιόρθωση των διαρροών.

 

Για την λεηλασία της φύσης και της ζωής

Η  λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη λεηλασία του φυσικού κόσμου, την εκμετάλλευσης  της εργασίας, την κυκλοφορία και κατανάλωση των εμπορευμάτων, την ολοένα και μεγαλύτερη αύξηση του ποσοστού κέρδους.  Η καπιταλιστική συσσώρευση εξ αρχής περίφραξε τη γη , τις πλουτοπαραγωγικές πηγές, τα μέσα επιβίωσης των ανθρώπων προς εκμετάλλευση από την άρχουσα τάξη και την αποκομιδή  του κέρδους. Η ολοένα και μεγαλύτερη αύξηση ποσοτικά και ποιοτικά της διαδικασίας αυτής  είναι απαραίτητη για τη διαιώνιση του καπιταλιστικού συστήματος.

Η συνεχής αναζήτηση νέων πλουτοπαραγωγικών πηγών, η ένταση της εκμετάλλευσης του φυσικού κόσμου και των πόρων, η υποβάθμιση και καταστροφή της λειτουργίας τους ως αγαθά και εν τέλει η γενικευμένη εμπορευματοποίηση κάθε πτυχής και δραστηριότητας που συντελείται πάνω σε αυτόν τον πλανήτη είναι απόρροια  των παραπάνω, επηρεάζουν και επηρεάζονται άμεσα από  τη συνολική καπιταλιστική λειτουργία  τόσο σε επίπεδο παραγωγικών σχέσεων και δυνατοτήτων, όσο και σε επίπεδο  κοινωνικών σχέσεων. Είναι σημαντικό να το ιστεί  πως η ανάγνωση και ανάλυση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και κοινωνικής οργάνωσης δεν μπορεί παρά να λαμβάνει υπ’όψιν σε αντίστοιχα κυρίαρχη θέση και την λειτουργία του οικοδομήματος αυτού σχεσιακά, πάνω στις αντιλήψεις, τις συμπεριφορές, τις αξίες, την κουλτούρα. Είναι ένα επίπεδο εξ ίσου απαραίτητης  διεξαγωγής του πολέμου, τόσο αναπτύσσοντας συνολικά τους μηχανισμούς διαμεσολάβησης και παραγωγής των σχέσεων και τω ν αξιών στο επίπεδο της οργάνωσης και αναπαραγωγής της καθημερινότητας,  όσο και στο επίπεδο της ευθείας προσβολής και καταστροφής όσον υπολειμμάτων υφίστανται ή αναπτύσσονται ανταγωνιστικά  ως  προς την καπιταλιστική λειτουργία.

Έτσι, η λεηλασία του φυσικού κόσμου δεν μπορεί να ειδωθεί μόνο μέσα από το πρίσμα των οικονομικών συμφωνιών, των έργων, της ιδιωτικοποίησης, αλλά και μέσα από το πρίσμα συνολικά της αντίληψης του ως μέσο πλουτισμού, ως ένα πεδίο μονόπλευρης ευημερίας, ως ένα τόπο που υφίσταται για να ικανοποιούνται οι ανθρώπινες αναγκαιότητες.   .

Μόνο που αυτές είναι που καθορίζονται και στη συνέχεια καθορίζουν με ευθύ τρόπο τη μορφή που λαμβάνει και συνολικά η ανθρώπινη δραστηριότητα. Η λεηλασία της φύσης δεν είναι αποκομμένη γενικά από τν αντίληψη της σχέσης του ανθρώπου με αυτήν, δεν είναι αποκομμένη από την  αντίληψη του ανθρώπου  για το πώς ζει, εργάζεται, τρέφεται, κινείται, για το τι χρειάζεται για να ικανοποιήσει τις βασικές του ανάγκες, για το τι αντιλαμβανόμαστε συν ολικά ως αναγκαίο ή μη, και εν τέλει δεν μπορεί να είναι αποκομμένη από επιπρόσθετη τη  συμβολική διάσταση που κατέχουν όλα αυτά εντός ενός κοσμοθεωρητικού πλαισίου για την ύπαρξή μας πάνω σε αυτόν τον πλανήτη. Και όλα αυτά, φαίνονται με ακόμη πιο ξεκάθαρο τρόπο όταν σε παραδείγματα λεηλασίας η αντιπαράθεση γίνεται με ιθαγενικούς πληθυσμούς, με ντόπιους πληθυσμούς που δεν έχουν τόσο αναπτυγμένη καπιταλιστική οργάνωση στο εσωτερικό τους, τόσο οικονομικά όσο και σχεσιακά, όπου και αναδεικνύονται τα παραπάνω περίτρανα. Το ζήτημα, λοιπόν, όπως και συνολικά της αντίθεσης στον καπιταλισμό και του αγώνα για την καταστροφή κράτους και κεφαλαίου υφίστανται και στο επίπεδο των ιδεών, της αντίληψης, του φαντασιακού.

Είναι σημαντικό να τοποθετήσουμε τα παραπάνω σε κεντρικό επίπεδο για να αναδείξουμε και τα κομβικά σημεία  της αντιεξουσιαστικής/αναρχικής αντίληψης συνολικά για την καπιταλιστική λειτουργία, τα ζητήματα που γεννιούνται, τα εργαλεία και τις επιλογές αγώνα. Είναι σαφές, ιδιαίτερα σήμερα, σε ένα παγκοσμιοποιημένο, θεαματικό καπιταλισμό, πως η διάκριση και οι διαστάσεις μεταξύ των διαφορετικών συνθηκών ζωής ολοένα και διογκώνονται. Η απόσταση ανάμεσα σε δύο καταπιεσμένους που ζούνε στην ύπαιθρο και στην πόλη μπορεί να είναι κολοσσιαία στο επίπεδο της οργάνωσης της καθημερινότητας, των ερεθισμάτων, της έντασης. Έτσι, και αυτό είναι κάτι που έχει ιδιαίτερη σημασία και κομβικότητα στον καπιταλισμό, ο φυσικός κόσμος συνολικά δεν είναι το πλαίσιο που ζούμε, αλλά , πέρα από πηγή κέρδους, μια εικόνα σε βιβλία, ντοκιμαντέρ, ταινίες, ένα εργαλείο, ένα μέσω χρήσης για τον άνθρωπο. Έτσι, τα ζητήματα που γεννιούν ται από τον  ίδιο τον καπιταλισμό, επανέρχονται στον σύγχρονο αποστειρωμένο άνθρωπο ως γενικά φυσικά προβλήματα που παράγονται σε ένα κοντινό όσο και μακρι νό από αυτόν επίπεδο, που για τις εσωτερικές του λειτουργίες και δραστηριότητες δεν έχει την παραμικρή γνώση, πόσο μάλλον μια ζωογόνα, βιωματική σχέση  παρατήρησης και διαμόρφωσης της αντίληψης και της γνώμης του.

Αυτό έχει μια ιδιαίτερη αντανάκλαση όταν αρχίσουμε να μιλάμε και πιο ενδελεχώς για τα παραπάνω. Όταν αναφέρεται πως  ο φυσικός κόσμος είναι πηγή πλουτισμού, αυτό ξεδιπλώνεται από την εύρεση νέων  πηγών ενέργειας, τις εξορύξεις, μέχρι και τις πιο “καθημερινές” ανθρώπινες δραστηριότητες, την καλλιέργεια και εύρεση τροφής, την  κατασκευή χώρων διαβίωσης, τον τουρισμό, κλπ. Από την κορυφή ως και τη βάση της οργάνωσης της παραγωγής, των μέσων διεύρυνσής της και το αντιληπτικό περιβάλλον που διαμορφώνεται, ο φυσικός κόσμος υπόκειται σε άμεση πίεση από τα παραπάνω. Και εδώ αναδεικνύεται και ακόμη πιο συνολικά το ζήτημα τόσο της καπιταλιστικής λειτουργίας, όσο και της σημασίας του στοχασμού πάνω στη σχέση συνολικά με τον φυσικό κόσμο και της θέσης του ανθρώπου εντός του. Οι λεγόμενες περιβαλλοντικές επιπτώσεις, οι καταστροφές, τα ατυχήματα, όσο και πιο μοριακά, η καθημερινή πρόσληψη κάθε είδους απόρροιας από την καπιταλιστική λειτουργία μέσω της τροφής, της πόσης νερού, της κατανάλωσης προϊόντων, δεν μπορεί να αναλύεται ξεχωριστά από τις κατευθύνσεις που έχει ο καπιταλισμός. Η εμπορευματοποίησης της ίδιας της ζωής είναι το ένα κομμάτι, με την συνολική βιολογική και οντολογική επίθεση πάνω της να είναι το άλλο. Καθημερινά ο κόσμος ξεζουμιέται, η μόλυνση διευρύνεται, την ώρα που εμείς οι ίδιοι εργαζόμαστε ολοένα και πιο εντατικά, καταναλώνοντας τα σκουπίδια που παράγονται, πληρώνοντας όλο και περισσότερα χρήματα για να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας, τρώγοντας μολυσμένες τροφές, και όλα τούτα για να μπορέσουμε ως οργανισμοί να ξυπνήσουμε και την επόμενη μέρα παραγωγικοί, έτοιμοι να χτυπηθούμε στο καπιταλιστικό αμόνι που ξερνά καταστροφή, λεηλασία και θάνατο. Και όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, όταν αυτό δεν γίνεται ομαλά, θα γίνει με την ευθεία επίθεση πάνω σε όσους και όσες αντιστέκονται. Πρέπει μέσα στους αγώνες να παλεύουμε και τα ζητήματα που μπορούν αν οδηγήσουν σε μια ευρύτερη αντίληψη για τη φύση των πραγμάτων και να ανοίξουν νέες προοπτικές. Η αντιμετώπιση ας πούμε, της επιστήμης, των τεχνολογικών μέσων όσο και των ίδιων των αναγκαιοτήτων δεν μπορεί να είναι λες και μιλάμε για ουδέτερες συνθήκες, που το ζήτημα είναι απλά και μόνο ο φορέας της  χρήσης/πραγμάτωσής  τους. Τα ζητήματα εν πολλοίς παράγονται από τον ίδιο τον καπιταλισμό και θα πρέπει να διαλύσουμε τους μύθους  που στοχεύουν στο να γίνουμε εμείς οι ίδιοι οι κοινωνοί και επιλυτές  των προβλημάτων που γεννά ο καπιταλισμός.  Και κάτι τέτοιο γίνεται μέσω της ολοένα και πιο ενεργούς, δυναμικής, συμμετοχής μας στον κόσμο αυτό, αναγνωρίζοντας πως δεν υπήρξε ούτε και μπορεί να υπάρξει μια άλλη ζωή, μια άλλη αντίληψη για τον κόσμο, τη σχέση μας εντός του, τα ιδανικά στα οποία συνολικά υπόκειται οι ανθρώπινη δραστηριότητα.