Η ιστορία των ένοπλων επαναστατικών οργανώσεων, των ομάδων αντάρτικου πόλης, όσων είχαν ορίζοντα την κοινωνική επανάσταση, την έμπρακτη και ένοπλη σύγκρουση με κράτος και κεφάλαιο στην κατεύθυνση της επαναστατικής διαδικασίας, εντοπίζεται κυρίαρχα εντός του πλαισίου που υπήρξε κατά τη διάρκεια και κυρίως μετά τον Β παγκόσμιο πόλεμο. Όταν το καπιταλιστικό σύστημα βγαίνοντας από δύο παγκόσμιους πολέμους, αποφάσισε πως ήρθε η ώρα για μια νέα μέρα, μια σύνθεση των αντιθέσεων σε μια μεγαλύτερη κλίμακα, σε παγκόσμια κλίμακα. Η γέννηση των υπερεθνικών οργανισμών, η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και θεσμών εξουσίας, είχαν ως ορίζοντα τη διευθέτηση προβληματικών που υπήρξαν για χρόνια στη λειτουργία και δομή του καπιταλισμού. Επίσης, υπήρξε η αναγκαιότητα να οδηγηθεί σε μια νέα μέρα, σε μια διαφορετική διάρθρωση, των παραγωγικών σχέσεων, της παραγωγής, της κυκλοφορίας των προϊόντων, της διάθεσης. Τέλος, όλα τούτα ήταν σαφείς αναγκαιότητες απέναντι στο αντίπαλον δέος τόσο των κομμουνιστικών κρατών όσο και των επαναστατικών κινημάτων που ξεσπούσαν σχεδόν σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
Και πράγματι, το καπιταλιστικό σύστημα οδηγήθηκε σε μια νέα, ριζικά διαφορετική, μέρα, κάτι που εκτίναξε τα ποσοστά κέρδους, ομαλοποίησε σε πολλές περιπτώσεις την αναπαραγωγή του, δημιούργησε την ψευδαίσθηση της ευημερούς, μαζικής κοινωνίας, κυρίως εντός των δυτικών κοινωνιών. Κάτι που όμως σύντομα έφτασε στα όριά του, με το πέρασμα σε μια εκ νέου κατάσταση διαρκούς και δομικής κρίσης. Κάτι που απαντήθηκε με την έναρξη ενός κύκλου λυσσαλέας επίθεσης στους από τα κάτω, στους εργάτες των μαζικών χώρων, στα μέσα επιβίωσης των ανθρώπων. Οι κοινωνικές εκρήξεις που σημειώνονται τις δεκαετίες του ‘ 60 και ‘70 ιδιαίτερα στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών, τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στην καπιταλιστική περιφέρεια, η πάλη ενάντια σε μοναρχίες και δικτατορίες, η γέννηση νέων εργαλείων ανάλυσης της καπιταλιστικής κοινωνίας, δημιουργούν εκ νέου τις συνθήκες για μια αναβάθμιση στον κοινωνικό ταξικό πόλεμο, από τη μεριά των από τα κάτω. Οι ήδη υπάρχουσες μορφές πάλης και περιεχόμενα βαθαίνουν, η ανάλυση από ριζοσπαστική σκοπιά για το σύνολο της κοινωνικής ζωής μπαίνει στο επίκεντρο της σκέψης και πράξης των κινημάτων. Οργανικό κομμάτι όλων αυτών είναι τα ένοπλα κινήματα και οργανώσεις, το αντάρτικο πόλης, που θέτουν στον πυρήνα όλων αυτών , στον πυρήνα της επαναστατικής διαδικασίας, την αναβάθμιση της δράσης, την προπαγάνδιση, οργάνωση και προετοιμασία για την ένοπλη αντιπαράθεση με το μονοπώλιο της βίας των κυρίαρχων, σημείο κομβικό για την εξέλιξη του επαναστατικού κοινωνικού ταξικού αγώνα. Τα παραδείγματα πολλά: Στο εσωτερικό του δυτικού κόσμου, αρχικά σαφώς πρέπει να αναφερθούμε στις μαζικές δυναμικές οργανώσεις της Ιταλικής Αυτονομίας και τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, τις αντιφασιστικές ένοπλες οργανώσεις στην Ισπανία (GRAPO) , την ΕΤΑ, την Action Directe στη Γαλλία, τη RAF, τη 2 Ιούνη, τους Επαναστατικούς Πυρήνες και τη Rote Zora στη Γερμανία, τους Μαύρους Πάνθηρες, τους Weather Underground στις Η.Π.Α., τη 17 Νοέμβρη και τον Ε.Λ.Α στην Ελλάδα και ευρύτερα όμως στην καπιταλιστική περιφέρεια με τα κινήματα και τις οργανώσεις της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής, της Ασίας. Τα περιεχόμενα είναι πολυποίκιλα, καθώς όπως προαναφέραμε, μετά και το Β Παγκόσμιο Πόλεμο, έπρεπε να επιβληθεί μια νέα ρύθμιση και αυτό θα περνούσε πάνω από τα επαναστατικά κινήματα που έβαζαν στο προσκήνιο την πάλη για μια άλλη κοινωνία, από διαφορετικές ανά χώρα και περιοχή σκοπιές και εκκινώντας από διαφορετικές αφορμές. Αλλού είναι για να καταρριφθεί κάποιο παλιό τυραννικό ή / και αποικιοκρατικό καθεστώς, αλλού γιατί υπάρχει μια έκρηξη ποιοτική και ποσοτική στο εσωτερικό του προλεταριάτου και των διεκδικήσεών του, αλλού για να χτυπηθούν οι ισχυρές δυνάμεις μέσα στην επικράτειά τους, στην καρδιά τους. Οι αφορμές μοιάζουν διαφορετικές, αλλά κάτω από την επιφάνεια βρίσκεται η εκμετάλλευση, η καταπίεση, η επιβολή, η καταστροφή που σκορπά ο καπιταλισμός.
Αυτή η αναβάθμιση του κοινωνικού/ταξικού πολέμου, η προλεταριακή ανταρσία, απαντήθηκε πολυποίκιλα από την κυριαρχία. Τόσο με τη μεταρρύθμιση, την ενσωμάτωση , την περιστολή των κινημάτων αλλά και κυρίαρχα την καταστολή τους. Κάτι τέτοιο ήταν άλλωστε κομβικό για το πέρασμα στην εποχή του νεοφιλευθερισμού, που προέβλεπε την πειθάρχηση των από τα κάτω, τον κατακερματισμό τους, την ισχυροποίηση και στρατιωτικοποίηση των κρατών και στο εσωτερικό τους, την ελαστικοποίηση της εργασίας, τη διάλυση των δομών αγώνα και αντίστασης, την εν τέλει ενσωμάτωση του “όλοι εναντίον όλων” και την ανάδυση του κράτους ως τοτέμ του φόβου, και α-ιστορικού παράγοντα ρύθμισης και οργάνωσης της κοινωνικής ζωής . Κάτι που λίγα χρόνια αργότερα θα διακηρυχτεί με κάθε τρόπο από τον καπιταλισμό. Το πολυπόθητο “τέλος της ιστορίας”, κάτι που δε σήμαινε και δε σημαίνει τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από την απόλυτη αναγνώριση, αποδοχή και αναπαραγωγή του καπιταλιστικού κόσμου και της εξουσίας ως φυσικά ανθρώπινα παράγωγα, ως τα μοναδικά που είχαν, έχουν και μπορούν να υπάρξουν.
Η καταστολή, σήμαινε την δολοφονία και φυλάκιση χιλιάδων αγωνιστών, τη ν εισαγωγή νέων νόμων, την κατασκευή φυλακών υψίστης ασφαλείας, αλλά και την ιδεολογική επίθεση. Αυτή που μετά και τις επιθέσεις εναντίον των Η.Π.Α στις 11/9/2001 ξεδιπλώθηκε με μια ακόμη μεγαλύτερη ένταση και ενοποιητικά χαρακτηριστικά από την κυριαρχία, στοχεύοντας στο φόβο και ξεκλειδώνοντας ολοένα και μεγαλύτερα κατασταλτικά εργαλεία σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι αντιεξεγερτικές και κατασταλτικές καμπάνιες των κυρίαρχων, στόχευαν και στοχεύουν να επιβάλουν όπου δεν γίνεται με άλλο τρόπο δια της βίας τις αναγκαίες για την αναπαραγωγή του καπιταλισμού αλλαγές. Έτσι, έχουμε περάσει σε μια εποχή ολοένα και μεγαλύτερου ελέγχου, συρρίκνωσης της ατομικής και συλλογικής δυνατότητας έκφρασης και αυτοδιάθεσης, σε μια εποχή μαζικής φυλάκισης και ενός φυλακο -βιομηχανικού συμπλέγματος που ωθεί την κατάσταση σε μια τρομακτικά προσοδοφόρα συνθήκη για τον καπιταλισμό, από κάθε άποψη. Στην ποινικοποίηση της ίδιας μας της ύπαρξης ως από τα κάτω, στον έμπρακτο και καθημερινό πόλεμο στην ίδια μας τη ζωή, ένα πόλεμο που δε στοχεύει παρά σε μια δυστοπία εκμετάλλευσης και βαρβαρότητας, σε μια σύγχρονη σκλαβιά. Οι άνθρωποι που αγωνίστηκαν και αγωνίζονται για την κοινωνική επανάσταση, είναι αγκάθι στα πλευρά κράτους και κεφαλαίου, και γι’αυτό η καταστολή θέτει σε περίοπτη θέση όσους και όσες προτάσσουν τον αγώνα απέναντι στην υποταγή.
Επιστρέφοντας, τώρα στην εν ελλάδι συνθήκη, θα λέγαμε πως το διακύβευμα για το κράτος και το κεφάλαιο σε σχέση με τα παραπάνω είναι ξεκάθαρο. Η σύγχρονη ελληνική ιστορία είναι εν πολλοίς κάθετα και οριζόντια διατρεγμένη από συγκρούσεις, μαζικά κοινωνικά γεγονότα, εξεγέρσεις. Στον Β παγκόσμιο πόλεμο, διαδραματίστηκε μια κομβική στιγμή αυτής της πορείας, καθώς η επαναστατική προοπτική έφτασε πολύ κοντά στο να είναι νικηφόρα, με τα τότε δεδομένα, στις τότε συνθήκες. Η βία και η καταστολή που ακολούθησε την ήττα ήταν σκληρές, αλλά και τα αγωνιστικά οράματα πλούσια, μπολιάζοντας τη συνέχεια. Περνώντας λοιπόν σε μια επόμενη φάση ανάδυσης ενός αυτόνομου προλεταριακού κινήματος, την απάντηση των κυρίαρχων με τη δικτατορία, και την εξέγερση του ’73, το ντόπιο κίνημα βρισκόταν συνεχώς απέναντι σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Ο εξοπλισμός του, η μαχητικότητά του, η οργάνωσή του ήταν κομβικά ζητήματα. Εκεί γεννιέται και η Ε.Ο. 17 Νοέμβρη, μία από τις σημαντικότερες επαναστατικές οργανώσεις των τελευταίων δεκαετιών. Μία οργάνωση που στόχευσε πολιτικά και υλικοπρακτικά το ντόπιο και διεθνές κεφάλαιο, χτυπώντας του εκπροσώπους του και τις υποδομές του, στηρίζοντας τους κοινωνικούς αγώνες, προπαγανδίζοντας τις επαναστατικές της θέσεις, ασκώντας πολιτική κριτική και αναλύοντας τις επιλογές κράτους και κεφαλαίου εν ελλάδι. Το πέρασμα στη μεταπολίτευση, η ταξική συμφιλίωση, ο εξευρωπαϊσμός, η “ανάπτυξη” στοχεύθηκαν από την οργάνωση, πάντα με το πρόσημο της προλεταριακής επαναστατικής πάλης, σε συναρμογή με τα μαζικά κινήματα της εκάστοτε εποχής.
Το κατασταλτικό χτύπημα απέναντι στην οργάνωση το 2002 ήταν θα μπορούσαμε να πούμε η αφορμή για μια λυσσαλέα επίθεση συνολικά απέναντι στο κίνημα. Μια επίθεση υλική και ιδεολογική, καθώς τέθηκε σε εφαρμογή όλο εκείνο το πολιτικό και επικοινωνιακό πλέγμα που θα άρθρωνε κομμάτι κομμάτι την αντιεξεγερτική στρατηγική του ελληνικού κράτους. Με τη νομική αναβάθμιση, τη στρατιωτικοποίηση της αστυνομίας και τη σφυρηλάτηση ενός περιβάλλοντος στο δημόσιο λόγο καταδίκης, κατακερματισμού, και απονοηματοδότησης συνολικά των ριζοσπαστικών και επαναστατικών προταγμάτων και δράσης. Απέναντι σε όλα αυτά, η ανάληψη ευθύνης για τη συμμετοχή στην οργάνωση και η υπεράσπιση της πολιτικής οντότητας τόσο της 17 Ν όσο και συνολικά της επαναστατικής κληρονομιάς του κινήματος από το Δημήτρη Κουφοντίνα είναι μια πράξη τεράστιας πολιτικής σημασίας. Και είναι και ο λόγος που απέναντι στο πρόσωπό του εκφράζεται η λύσσα της κυριαρχίας για εκδίκηση απέναντι σε ό,τι τόσα χρόνια παλεύουν να θάψουν εδώ που ζούμε, δηλαδή τη μακριά αγωνιστική παρακαταθήκη και τα περιεχόμενά της. Μια παρακαταθήκη που υπάρχει για να δίνει τη σκυτάλη από εποχή σε εποχή σε όσους και όσες επιλέγουν να ριχτούν στον αγώνα. Έτσι, οι οργανώσεις που οπλίστηκαν απέναντι στο υπάρχον δε σταμάτησαν ποτέ να υφίστανται. Τα επόμενα χρόνια, και ενώ το καθεστώς ουρλιάζει πως το αντάρτικο πέθανε, η δράση συνεχίζεται τόσο στο δρόμους, όσο και σε επίπεδο ένοπλων οργανώσεων. Ο Επαναστατικός Αγώνας, η ΣΠΦ, και πολλές άλλες οργανώσεις με τα δικά τους εργαλεία και ανάλυση πραγματοποιούν επιθέσεις απέναντι σε κράτος και κεφάλαιο. Στο ίδιο μετερίζι και τόσες άλλες δράσεις επιθετικού και δυναμικού χαρακτήρα, για τις οποίες δεκάδες σύντροφοι/ισσες βρέθηκαν αιχμάλωτοι εντός των ελληνικών φυλακών.
Μια παρακαταθήκη που περνά μέσα από τις εποχές, βρίσκοντας καινούρια πεδία δράσης, περιεχόμενα, εργαλεία. Η καπιταλιστική αναδιάρθρωση στην Ελλάδα συναντούσε και συναντά μεγάλες δυσκολίες, η νεοφιλελεύθερη επέλαση έβρισκε πάνω σε αγωνιστικούς σκοπέλους, οι κοινωνικοί αγώνες ξεσπούσαν και ξεσπούν συχνά πυκνά. Και ακόμη, η ένοπλη οργάνωση, η επιθετική ανάληψη δράσης από μεγάλα κομμάτια του κινήματος, η ανυποχώρητη πολιτική στάση χαρακτήριζαν και χαρακτηρίζουν την εδώ πραγματικότητα. Ζητήματα που κορυφώθηκαν και ξέσπασαν το Δεκέμβρη του 2008, όταν και έτριξαν τα θεμέλια του ντόπιου συστήματος. Επιπλέον, οι επιταγές για κράτος και κεφάλαιο στην Ελλάδα είναι και σε άμεση συνάρτηση με την επίθεση που δεχόμαστε συνολικά από τα κάτω, τις επιχειρούμενες αλλαγές σε επίπεδο λειτουργίας καπιταλισμού. Ιδιαίτερα στα τωρινά χρόνια και μετά το 2010, με την λυσσαλέα επίθεση που πραγματοποιείται, ξεκίνησαν και νέοι κύκλοι αγώνα, με τις μεγάλες διαδηλώσεις και συγκρούσεις απέναντι στα μνημόνια και τα μέτρα, απέναντι στην βίαιη υποτίμηση συνολικά της ζωής μας. Απέναντι στους φασίστες που ξαναβρήκαν τη θέση τους σαν εφεδρεία του συστήματος, απέναντι στην καταστολή και των εγκλεισμό όσων περισσεύουν, την καταστροφή του φυσικού κόσμου, την δημιουργία ενός καθεστώτος εξαίρεσης για εκατομμυρίων ανθρώπων, με κολοσσιαίο παράδειγμα τον πόλεμο απέναντι στους μετανάστες και την ανάδυση του ελληνικού κράτους ως ανατολικού συνοριοφύλακα της Ευρώπης – φρούριο. Και αυτή τη φορά τα στοιχήματα είναι εκ νέου στο τραπέζι για το κίνημα, οφείλει να απαντήσει στις πολιτικές αναγκαιότητες της εποχής, αναλαμβάνοντας δράση.
ΑΔΕΙΕΣ – ΝΟΜΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ
Το μέτρο χορήγησης αδειών -υπό προϋποθέσεις- αναφέρεται αρχικά το 1955 χωρίς βέβαια να εφαρμοστεί. Στην συνέχεια υπάρχει αναφορά του το 1983 ενώ εν τέλει θεσπίζεται το 1993, σε μια προσπάθεια του τότε υπουργού Δικαιοσύνης να αποσυμφορήσει τα καταστήματα εγκλεισμού του ελλαδικού χώρου. Ο νόμος αυτός τροποποιήθηκε το 1999 και ισχύει μέχρι και σήμερα. Αρμόδιο όργανο για την χορήγηση αδειών είναι το Τριμελές Πειθαρχικό συμβούλιο που αποτελείται από το διευθυντή των φυλακών, την κοινωνική λειτουργό και τον προεδρεύοντα σε αυτόν εισαγγελέα ο οποίος μάλιστα έχει και το δικαίωμα να ασκήσει βέτο στη χορήγηση άδειας. Οι άδειες κατηγοριοποιούνται σε τακτικές, έκτακτες και εκπαιδευτικές. Προκειμένου μια τακτική άδεια να χορηγηθεί σε κάποιον κρατούμενο θα πρέπει σε πρώτη φάση να έχει εκτίσει το ένα πέμπτο την ποινής του, χωρίς ευεργετικό υπολογισμό των ημερών ποινής λόγω εργασίας, και η κράτηση του να έχει διαρκέσει τουλάχιστον τρεις μήνες. Σε περίπτωση έκτισης ισόβιας κάθειρξης, η κράτηση πρέπει να έχει διαρκέσει οκτώ έτη. (Όσοι κρατούμενοι έχουν καταδικαστεί σε ποινή κάθειρξης με τις επιβαρυντικές περιστάσεις των άρθρων 23 και 23Α του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά (Ν. 3459/2006), πρέπει να έχουν εκτίσει τα 2/5 της ποινής τους και σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης τα 10 χρόνια). Από εκεί και έπειτα η μη εκκρεμότητα ποινικής διαδικασίας κατά του κατάδικου αποτελεί εξίσου κριτήριο αδειοδότησης.
Οι τακτικές άδειες χορηγούνται εφόσον εκτιμάται ότι δεν συντρέχει κίνδυνος τελέσεως, κατά τη διάρκεια της άδειας, νέων ποινικά κολάσιμων πράξεων, ενώ παράλληλα συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν την προσδοκία ότι δεν υπάρχει κίνδυνος φυγής και ότι ο κρατούμενος δεν θα κάνει κακή χρήση της άδειάς του. Για να διαπιστωθεί αν συντρέχει αυτή η προϋπόθεση εκτιμώνται ιδίως η προσωπικότητα του καταδίκου και η εν γένει συμπεριφορά του μετά την τέλεση της πράξης, κατά τη διάρκεια της κράτησης. Με λίγα λόγια η πρόβλεψη ότι ο κρατούμενος «δεν θα κάνει κακή χρήση της άδειας του», κατά το νόμο, στηρίζεται σε στοιχεία αναγόμενα στην υποκειμενική στάση του αιτούντος αλλά και σε μεγάλο βαθμό στη θέληση η μη του αρμόδιου οργάνου που αποφασίζει αν και κατά πόσο ο κρατούμενος πληροί τις προϋποθέσεις για τη λήψη άδειας. Πρόκειται δηλαδή για μια διαδικασία που υπερβαίνει την εκάστοτε νομοθετική πράξη, λειτουργώντας ανά περίσταση και βάσει της βούλησης οργάνων που κινούνται και κατευθύνονται σύμφωνα με συμπάθειες, αντιπάθειες και κυρίαρχα, βάσει συμφερόντων πολιτικών τα οποία ανά περίοδο προσαρμόζονται και αναμορφώνονται. Σε περίπτωση δεύτερης συνεχόμενης απόρριψης χορήγησης άδειας ο κρατούμενος δικαιούται να προσφύγει στο Δικαστήριο Εκτέλεσης των ποινών μέσα σε δέκα ημέρες από την κοινοποίηση σε αυτόν της απορριπτικής απόφασης, προκειμένου να διαμαρτυρηθεί για την μη ικανοποίηση του αιτήματος του. Νέα αίτηση άδειας μπορεί να πραγματοποιηθεί δυο μήνες μετά την οριστική απόρριψη το προηγούμενου αιτήματος. Κάθε απόρριψη αίτησης γίνεται με απόφαση ειδικά αιτιολογημένη του αρμόδιου οργάνου. Βέβαια παγίως οι απορριπτικές αποφάσεις στηρίζονται στις διατάξεις του νόμου που αφορούν στην πιθανότητα τέλεσης επόμενης ποινικά κολάσιμης πράξης ή στην υποψία φυγής, που είναι εξαιρετικά αόριστες και δεν συγκεκριμενοποιούνται περαιτέρω. Εκείνο, τέλος, που χρησιμοποιείται στην κατεύθυνση της μη αδειοδότησης, είναι οι συχνές και εξαντλητικές μεταγωγές. Οι κρατούμενοι υποβάλλονται σε μια διαδικασία εξαιρετικά κοστοβόρα τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά ενώ παράλληλα έχουν να αντιμετωπίσουν το φόβο να μην γίνει δεκτό το αιτήματα τους για την ελάχιστη επαφή με την εκτός των τειχών πραγματικότητα. Οι ευθύνες μετακυλίονται από τους αρμόδιους της μίας φυλακής στην άλλη και εν τέλει εκείνο που μένει ως αποτέλεσμα είναι η απορριπτική απόφαση.
Όσον αφορά στον Δημήτρη Κουφοντίνα βέβαια, τα πράγματα είναι ακόμα πιο ξεκάθαρα. Πρόκειται για έναν αγωνιστή, αντάρτη πόλης με ξεκάθαρες πολιτικές επιλογές, που αμφισβήτησε έμπρακτα το κράτος και το μονοπώλιο της βίας που εκείνο κατέχει, στεκόμενος με αξιοπρέπεια τόσο εκτός όσο και εντός της συνθήκης του εγκλεισμού. Μακριά από τις λογικές προσωπικού οφέλους και της ρουφιανιάς που ο σύγχρονος καπιταλιστικός κόσμος ορίζει – και η φυλακή σίγουρα αποτελεί μια εξαιρετικά καλή αντανάκλαση ενός κόσμου που πασχίζει να συντηρηθεί στα συντρίμμια, τις παθογένειες και τον αέρα της διαρκούς σήψης- επιλέγει να μην υπογράψει δηλώσεις μετανοίας και να υπερασπιστεί μέχρι τέλους τις επιλογές, τις πράξεις και τη στάση του ως μέλος μιας ένοπλης επαναστατικής οργάνωσης. Στις κατάλληλες συνθήκες και με τις κατάλληλες προϋποθέσεις μπορεί να αποτελέσει μέσο με το οποίο το κράτος έντεχνα θα προσπαθήσει να νικήσει και να απονοηματοδοτήσει ιδεολογικά τους πολιτικούς του αντιπάλους. Με το δέλεαρ της πρόσχερης ελευθερίας και τις υποσχέσεις αρμοδίων για ευνοϊκότερες συνθήκες κράτησης, υπάρχει η δυνατότητα να αποκομιστούν οφέλη πολιτικά και πράξεις άρνησης και αντίστασης απέναντι στο υπάρχον, από ανθρώπους με σαφή προσανατολισμό και στοχεύσεις, να μετατραπούν σε απλά ‘’λάθη’’ του παρελθόντος. Και μπορεί στον ελλαδικό χώρο να μην υπάρχουν επίσημες νομοθετικές διατάξεις που να ορίζουν τις δηλώσεις μετανοίας ως κριτήριο για την χορήγηση αδειών, αλλά να λειτουργεί κάτι τέτοιο άτυπα αποτελώντας έναν ακόμη άγραφο νόμο των κελιών της δημοκρατίας, αλλά έρχεται το παράδειγμα του εξωτερικού και πιο συγκεκριμένα της Ιταλίας, να επιβεβαιώσει μια τακτική ενορχηστρωμένη άρτια που στοχεύει στην εξόντωση, πολιτική και φυσική, όλων όσοι αγωνίζονται ορθώνοντας ανάστημα απέναντι στον κόσμο της εκμετάλλευσης, της καταπίεσης και της υποταγής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της προσπάθειας φίμωσής του Δημήτρη Κουφοντίνα, αποτελεί η ακύρωση της εκδήλωσης στην Νομική Σχολή Αθηνών, στην οποία θα παρέμβαινε τηλεφωνικά με σκοπό να αναδεχθεί το ζήτημα της στέρησης των αδειών του. Η εκδήλωση αυτή ακυρώθηκε μετά από τον αποκλεισμό της Νομικής με την παρουσία Μ.Α.Τ., ύστερα από εντολή της κοσμητείας της Σχολής και την απαγόρευση στον Δημήτρη Κουφοντίνα να παρέμβει τηλεφωνικά. Στην περίπτωση των ένοπλων επαναστατών το κράτος δεν χάνει ευκαιρία να δηλώσει την εκδικητικότητα του φανερώνοντας το διαρκή φόβο των εξουσιαστών απέναντι σε όποιον/α παίρνει σαφή θέση στον ταξικό και κοινωνικό πόλεμο. Στοχεύοντας βέβαια στην εξόντωση των πολιτικών του αντιπάλων πραγματώνεται ακόμη μια επιδίωξη. Οι εχθροί επαναορίζονται. Γιατί αποδέκτες της ωμής πραγματικότητας είναι πέρα από τους ορκισμένους εχθρούς του εξουσιαστικού συμπλέγματος, εκείνοι και εκείνες που περισσεύουν. Που πασχίζουν να επιβιώσουν, σε ορατά ή αόρατα κελιά, σε ένα κόσμο που αποδεικνύει διαρκώς πως για να ανθίσει θα πρέπει πρώτα να συντριβεί ολοκληρωτικά. Απέναντι, λοιπόν, στον πόλεμο που ζούμε, να αναλάβουμε τη θέση μάχης που μας αναλογεί. Για έναν κόσμο ισότητας, αλληλεγγύης, ελευθερίας. Για την επανάσταση και την Αναρχία.
ΝΑ ΣΠΑΣΟΥΜΕ ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΕΞΑΙΡΕΣΗΣ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΕΠΙΒΛΗΘΕΙ ΣΤΟΥΣ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥΣ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ.
ΠΟΛΕΜΟ ΜΕ ΟΛΑ ΤΑ ΜΕΣΑ ΣΕ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ